κεντροσωμάτιο — Οργανίδιο που ελέγχει τον πολυμερισμό, τη θέση και τον προσανατολισμό της πλειοψηφίας των μικροσωληνίσκων, κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται και ως κέντρο οργάνωσης μικροσωληνίσκων. Εντοπίζεται στο κυτταρόπλασμα των… … Dictionary of Greek
λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… … Dictionary of Greek
μικροσωληνίσκος — ο βιολ. επίμηκες και κοίλο κυτταρικό οργανίδιο το οποίο μαζί με το μικροϊνίδιο αποτελούν τον κυτταρικό σκελετό, το δομικό υπόβαθρο, και ταυτόχρονα τής ενεργητικής και παθητικής κίνησης τού κυττάρου, δηλαδή κάτι ανάλογο με τους μυς και τα οστά τού … Dictionary of Greek
μυόνημα — το 1. οργανίδιο τοὺ κυτταροπλάσματος τὼν μυϊκὼν κυττάρων 2. συσταλτό μικροϊνίδιο τού εξωπλάσματος ορισμένων πρωτοζώων … Dictionary of Greek
οργανίτης — ο (Α οργανίτης) νεοελλ. (ιστολ.) καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν το κύτταρο, το οργανίδιο αρχ. μηχανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + επίθημα ίτης (πρβλ. νεφρ ίτης). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. organite] … Dictionary of Greek
πλαστίδιο — το, Ν βοτ. οργανίδιο που απαντά στο κυτταρόπλασμα όλων τών ζωντανών φυτικών κυττάρων καθώς και στους φωτοσυνθετικούς προκαρυωτικούς οργανισμούς με διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
προπλαστίδιο — το, Ν βοτ. μικρό οργανίδιο, διαμέτρου μικρότερης τού ενός μικρομέτρου, που απαντά στο κυτταρόπλασμα τών ζωντανών μεριστωματικών φυτικών κυττάρων και από το οποίο αναπτύσσεται το πλαστίδιο … Dictionary of Greek
πυρηνίσκος — ο, Ν 1. βιολ. μικρό στρογγυλό κυτταρικό οργανίδιο, ένα ή πολλά, που βρίσκεται μέσα στον πυρήνα τού κυττάρου 2. αστρον. καθένα από τα στρογγυλά και πολύ σκοτεινά στίγματα τών ηλιακών κηλίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήνας + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ριβόσωμα — το, Ν βιολ. νουκλεοπρωτεϊνικό κυτταρικό οργανίδιο, ορατό με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, που εντοπίζεται κυρίως στο κυτταρόπλασμα αλλά και στον πυρήνα … Dictionary of Greek
στερεοβλεφαρίδα — η, Ν 1. (ιοτολ.) κυτταρικό οργανίδιο με υπομικροσκοπική δομή, ανάλογη τών βλεφαρίδων και μαστιγίων, αλλά άκαμπτο και ακίνητο 2. η μεμβράνη που παράγεται από τους μηχανοδέκτες τής πλευρικής γραμμής τών ψαριών 3. η μεμβράνη που παράγεται από τους… … Dictionary of Greek